κρύος κρύα κρύο
Ερμηνεία:
(αυτός που έχει θερμοκρασία κατω από το φυσιολογικό, αλλα δεν είναι παγωμένος]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) κρύος (ψυχρός, φρικτός)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... τις· ἀλλὰ καταντᾷ νὰ γίνεται αὐτός: κρύος σὰν τὸ χιόνι… καὶ νὰ πάσχῃ ἀναιμίαν [ Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|